ολιγόαιμος

ολιγόαιμος
-η, -ο (Α ὀλιγόαιμος, -ον)
βλ. ολίγαιμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀλιγόαιμος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόαιμα — ὀλιγόαιμος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόαιμοι — ὀλιγόαιμος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολίγαιμος — και ολιγόαιμος, η, ο (Α ὀλίγαιμος και ὀλιγόαιμος, ον) αυτός που πάσχει από ολιγαιμία, αυτός που παρουσιάζει ποσοτική ανεπάρκεια αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + αιμος (< αἷμα), πρβλ. πολύ αιμος] …   Dictionary of Greek

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”